συμπροσκύνητος

συμπροσκύνητος
-ον, και συμπροσκυνητός, -ή, όν, Μ [συμπροσκυνῶ]
αυτός που συμπροσκυνείται, που λατρεύεται μαζί και εξίσου με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”